- τσακάρισμα
- το, -ατοςκαι τσεκάρισμα, το -ατος (λ. αγγλ.), έλεγχος που γίνεται με ένα σημάδι δίπλα σε κάθε όνομα ή αντικείμενο που είναι γραμμένα σε κατάσταση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.