τσακάρισμα

τσακάρισμα
το, -ατος
και τσεκάρισμα, το -ατος (λ. αγγλ.), έλεγχος που γίνεται με ένα σημάδι δίπλα σε κάθε όνομα ή αντικείμενο που είναι γραμμένα σε κατάσταση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τσακάρω — και τσεκάρω τσακάρισα, τσακαρίστηκα, τσακαρισμένος, κάνω τσακάρισμα (βλ. λ.), ελέγχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεκάρισμα — το, ατος βλ. τσακάρισμα, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”